νουνέχεια: Difference between revisions

From LSJ

Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund

Menander, Monostichoi, 533
(27)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[νουνέχεια]]) [[νουνεχής]]<br />[[σύνεση]], [[φρονιμάδα]].
|mltxt=η (Α [[νουνέχεια]]) [[νουνεχής]]<br />[[σύνεση]], [[φρονιμάδα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νουνέχεια:''' ἡ, [[ιδιότητα]] νοητικής αντίληψης, [[σύνεση]], [[σωφροσύνη]], σε Πολύβ.
}}
}}

Revision as of 19:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νουνέχεια Medium diacritics: νουνέχεια Low diacritics: νουνέχεια Capitals: ΝΟΥΝΕΧΕΙΑ
Transliteration A: nounécheia Transliteration B: nounecheia Transliteration C: nounecheia Beta Code: noune/xeia

English (LSJ)

ἡ,

   A good sense, discretion, Plb.4.82.3, Andronic.Pass. p.578 M., Stoic.3.64.

Greek (Liddell-Scott)

νουνέχεια: ἡ, τὸ ἔχειν νοῦν, φρόνησις, Πολύβ. 4. 82, 3

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
prudence, sagesse.
Étymologie: νουνεχής.

Greek Monolingual

η (Α νουνέχεια) νουνεχής
σύνεση, φρονιμάδα.

Greek Monotonic

νουνέχεια: ἡ, ιδιότητα νοητικής αντίληψης, σύνεση, σωφροσύνη, σε Πολύβ.