νυκτοπλανής: Difference between revisions
From LSJ
(27) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nyktoplanis | |Transliteration C=nyktoplanis | ||
|Beta Code=nuktoplanh/s | |Beta Code=nuktoplanh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense" | |Definition=ές, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> = [[νυκτιπλανής]], <span class="bibl">Man.1.311</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 13:45, 11 December 2020
English (LSJ)
ές, A = νυκτιπλανής, Man.1.311.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτοπλᾰνής: -ές, = νυκτιπλανής, Μανέθων 1. 311.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
c. νυκτιπλανής.
Étymologie: νύξ, πλανάω.
Greek Monolingual
νυκτοπλανής και νυκτιπλανής, -ές (Α)
νυκτίπλανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + -πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. ορει-πλανής. Ο τ. νυκτιπλανής < νυκτι- του νύξ, νυκτός (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα)].