περιφορητικός: Difference between revisions
From LSJ
Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller
(32) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[περιφορητός]]<br />αυτός που περιφέρεται [[γρήγορα]], [[ταχύς]] [[κατά]] την [[περιφορά]]. | |mltxt=-ή, -όν, Α [[περιφορητός]]<br />αυτός που περιφέρεται [[γρήγορα]], [[ταχύς]] [[κατά]] την [[περιφορά]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιφορητικός:''' общераспространенный, избитый ([[λόγος]] Sext.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A current, λόγος S.E.M.10.87.
German (Pape)
[Seite 599] ή, όν, = Folgdm; λόγος, S. Emp. adv. phys. 2, 87.
Greek (Liddell-Scott)
περιφορητικός: -ή, -όν, παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 87, π. λόγος, πιθαν. ἡμαρτημ. ἀντὶ παραφορητικός, ἀπατηλός.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α περιφορητός
αυτός που περιφέρεται γρήγορα, ταχύς κατά την περιφορά.
Russian (Dvoretsky)
περιφορητικός: общераспространенный, избитый (λόγος Sext.).