ξένισις: Difference between revisions

From LSJ

οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep

Source
(27)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ξένισις]], ἡ (Α) [[ξενίζω]]<br />η [[περιποίηση]] ξένου ή φίλου, η [[φιλοξενία]].
|mltxt=[[ξένισις]], ἡ (Α) [[ξενίζω]]<br />η [[περιποίηση]] ξένου ή φίλου, η [[φιλοξενία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ξένῐσις:''' ἡ ([[ξενίζω]]), [[περιποίηση]] που προορίζεται για φιλοξενουμένους, σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 19:59, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξένῐσις Medium diacritics: ξένισις Low diacritics: ξένισις Capitals: ΞΕΝΙΣΙΣ
Transliteration A: xénisis Transliteration B: xenisis Transliteration C: ksenisis Beta Code: ce/nisis

English (LSJ)

εως, ἡ, (ξενίζω)

   A entertainment of a guest or stranger, ξ. ποιεῖσθαί τινων Th.6.46.

German (Pape)

[Seite 277] ἡ, Bewirthung eines Fremden od. eines Gastfreundes, ξ. ποιεῖσθαι, Thuc. 6, 46.

Greek (Liddell-Scott)

ξένῐσις: ἡ, (ξενίζω) ἡ περιποίησις φίλου ἢ ξένου, ξενίσεις ποιούμενοι τῶν τριηριτῶν Θουκ. 6. 46.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
réception d’un étranger.
Étymologie: ξενίζω.

Greek Monolingual

ξένισις, ἡ (Α) ξενίζω
η περιποίηση ξένου ή φίλου, η φιλοξενία.

Greek Monotonic

ξένῐσις: ἡ (ξενίζω), περιποίηση που προορίζεται για φιλοξενουμένους, σε Θουκ.