οθνείος: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt
(28) |
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ | |mltxt=-α, -ο (ΑΜ ὀθνεῖος, -α, -ον, Α θηλ. και -ος)<br />[[ξένος]], [[ξενικός]], [[αλλογενής]], [[αλλοδαπός]], [[αλλοεθνής]] (α. «οθνεία έθιμα» — έθιμα, ξενικά, κατ' [[απομίμηση]] ξένων<br />β. «ὀθνεῖος ἤ σοὶ συγγενὴς γεγῶσά τις», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υπερβολικός]], [[παράδοξος]], [[ασυνήθιστος]], μη [[κανονικός]] («ὀθνεία [[ποιότης]]», Γαλή ν.)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὀθνεῖαμάταια, αλλότρια».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> [[έθνος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:05, 27 May 2022
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑΜ ὀθνεῖος, -α, -ον, Α θηλ. και -ος)
ξένος, ξενικός, αλλογενής, αλλοδαπός, αλλοεθνής (α. «οθνεία έθιμα» — έθιμα, ξενικά, κατ' απομίμηση ξένων
β. «ὀθνεῖος ἤ σοὶ συγγενὴς γεγῶσά τις», Ευρ.)
αρχ.
1. υπερβολικός, παράδοξος, ασυνήθιστος, μη κανονικός («ὀθνεία ποιότης», Γαλή ν.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀθνεῖαμάταια, αλλότρια».
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. έθνος].