οίκοι: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
(28)
 
m (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[οἴκοι]])<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> στο [[σπίτι]], κατ' οίκον (α. «οὔ νυ καὶ ὑμῑν [[οἴκοι]] ἔνεστι [[γόος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «του επιβλήθηκε [[οίκοι]] [[περιορισμός]]»)<br /><b>2.</b> στην [[πατρίδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προς]] το [[σπίτι]] ή [[προς]] την [[πατρίδα]]<br /><b>2.</b> (ενάρθρως ως επιθετ. προσδ. ουσ.) <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>, <i>τὸ [[οἴκοι]]<br />ο [[σχετικός]] με το [[σπίτι]] ή με την [[πατρίδα]] («ἡ [[οἴκοι]] [[δίαιτα]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (ενάρθρως ως ουσ.) α) <i>ἡ [[οἴκοι]]<br />(ενν. [[πόλις]]) η [[πατρίδα]]<br />β) <i>τὰ [[οἴκοι]]<br /><i>i</i>) οι οικιακές υποθέσεις<br />ii) τα οικιακά προϊόντα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίρρ. προερχόμενο από την παλαιά τοπική [[πτώση]] [[οἴκοι]] του [[οἶκος]] (<b>πρβλ.</b> [[πέδοι]])].
|mltxt=(Α [[οἴκοι]])<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> στο [[σπίτι]], κατ' οίκον (α. «οὔ νυ καὶ ὑμῑν [[οἴκοι]] ἔνεστι [[γόος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «του επιβλήθηκε [[οίκοι]] [[περιορισμός]]»)<br /><b>2.</b> στην [[πατρίδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προς]] το [[σπίτι]] ή [[προς]] την [[πατρίδα]]<br /><b>2.</b> (ενάρθρως ως επιθετ. προσδ. ουσ.) <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>, <i>τὸ [[οἴκοι]]<br />ο [[σχετικός]] με το [[σπίτι]] ή με την [[πατρίδα]] («ἡ [[οἴκοι]] [[δίαιτα]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (ενάρθρως ως ουσ.) α) <i>ἡ [[οἴκοι]]<br />(ενν. [[πόλις]]) η [[πατρίδα]]<br />β) τὰ [[οἴκοι]]<br /><i>i</i>) οι οικιακές υποθέσεις<br />ii) τα οικιακά προϊόντα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίρρ. προερχόμενο από την παλαιά τοπική [[πτώση]] [[οἴκοι]] του [[οἶκος]] (<b>πρβλ.</b> [[πέδοι]])].
}}
}}

Revision as of 12:25, 14 January 2019

Greek Monolingual

οἴκοι)
επίρρ.
1. στο σπίτι, κατ' οίκον (α. «οὔ νυ καὶ ὑμῑν οἴκοι ἔνεστι γόος», Ομ. Ιλ.
β. «του επιβλήθηκε οίκοι περιορισμός»)
2. στην πατρίδα
αρχ.
1. προς το σπίτι ή προς την πατρίδα
2. (ενάρθρως ως επιθετ. προσδ. ουσ.) , , τὸ οἴκοι
ο σχετικός με το σπίτι ή με την πατρίδα («ἡ οἴκοι δίαιτα», Σοφ.)
3. (ενάρθρως ως ουσ.) α) οἴκοι
(ενν. πόλις) η πατρίδα
β) τὰ οἴκοι
i) οι οικιακές υποθέσεις
ii) τα οικιακά προϊόντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. προερχόμενο από την παλαιά τοπική πτώση οἴκοι του οἶκος (πρβλ. πέδοι)].