πέδοι
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
English (LSJ)
Adv. on the ground, on earth, A.Pr.274; cf. πέδον 4.
German (Pape)
[Seite 541] auch πεδοῖ betont, s. aber Dind. zu Gaisf. poet. min. graec. 1 p. VII, adv., zu Boden, zur Erde; Aesch. πέδοι δὲ βᾶσαι, auf die Erde, Prom. 272; Luc. Lex. 1.
French (Bailly abrégé)
adv.
sur le sol, à terre.
Étymologie: πέδον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πέδοι [πέδον] adv., op de grond.
Russian (Dvoretsky)
πέδοι: или πεδοῖ adv. на землю Aesch., Eur., Luc.
Greek Monolingual
Α
(τοπ. επίρρ.) πάνω στο έδαφος, καταγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από την παλιά τοπική πτώση του ουσ. πέδον (πρβλ. οίκοι)].
Greek Monotonic
πέδοι: επίρρ., πάνω στο έδαφος, πάνω στη γη, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
πέδοι: (οὐχὶ πεδοῖ, ἴδε ἐν λ. ἔνδοι), Ἐπίρρ., ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, κατὰ γῆς, πέδοι δὲ βᾶσαι τὰς προσερπούσας τύχας ἀκούσαθ’ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 274· ἴδε πέδον ἐν τέλ.
Middle Liddell
on the ground, on earth, Aesch.