οἰνόχυτος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
(28)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰνόχυτος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται από [[κρασί]] που χύνεται («οἰνόχυτον [[πῶμα]]» — [[γουλιά]] από [[κρασί]], <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που κερνά [[κρασί]], [[οινοχόος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> [[χυτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χέω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ελαιό</i>-<i>χυτος</i>].
|mltxt=[[οἰνόχυτος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται από [[κρασί]] που χύνεται («οἰνόχυτον [[πῶμα]]» — [[γουλιά]] από [[κρασί]], <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που κερνά [[κρασί]], [[οινοχόος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> [[χυτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χέω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ελαιό</i>-<i>χυτος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''οἰνόχῠτος:''' -ον, προερχόμενος από χυμένο [[κρασί]], [[πῶμα]] οἰνόχυτον, [[οινοποσία]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 00:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνόχῠτος Medium diacritics: οἰνόχυτος Low diacritics: οινόχυτος Capitals: ΟΙΝΟΧΥΤΟΣ
Transliteration A: oinóchytos Transliteration B: oinochytos Transliteration C: oinochytos Beta Code: oi)no/xutos

English (LSJ)

ον,

   A of poured wine, πῶμα οἰ. draught of wine, S.Ph.714 (lyr.).    II Act., = οἰνοχόος, Nonn.D.13.256,33.74, al.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνόχῠτος: -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ἐγχυθέντος οἴνου, πῶμα οἰν., ποτὸν ἐξ οἴνου, Σοφ. Φιλ. 715. ΙΙ. ἐνεργ. = οἰνοχόος, Νόνν. Δ. 13. 256, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se compose de vin qu’on verse.
Étymologie: οἶνος, χυτός.

Greek Monolingual

οἰνόχυτος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που προέρχεται από κρασί που χύνεται («οἰνόχυτον πῶμα» — γουλιά από κρασί, Σοφ.)
2. αυτός που κερνά κρασί, οινοχόος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + χυτός (< χέω), πρβλ. ελαιό-χυτος].

Greek Monotonic

οἰνόχῠτος: -ον, προερχόμενος από χυμένο κρασί, πῶμα οἰνόχυτον, οινοποσία, σε Σοφ.