ὀλεσήνωρ: Difference between revisions

From LSJ

νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source
(28)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀλεσήνωρ]], -ορος, ὁ, ἡ (Α)<br />(σχετικά με [[ψευδορκία]]) αυτός που καταστρέφει, που αφανίζει τους άντρες («φεύγειν' ὀλεσήνορας ὅρκους», <b>Θέογν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ολεσ</i>- του [[ὄλλυμι]] (<b>πρβλ.</b> <i>ὤλεσα</i>, <i>ἀπόλεσις</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ήνωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]]), <b>πρβλ.</b> <i>λυσ</i>-<i>ήνωρ</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
|mltxt=[[ὀλεσήνωρ]], -ορος, ὁ, ἡ (Α)<br />(σχετικά με [[ψευδορκία]]) αυτός που καταστρέφει, που αφανίζει τους άντρες («φεύγειν' ὀλεσήνορας ὅρκους», <b>Θέογν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ολεσ</i>- του [[ὄλλυμι]] (<b>πρβλ.</b> <i>ὤλεσα</i>, <i>ἀπόλεσις</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ήνωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]]), <b>πρβλ.</b> <i>λυσ</i>-<i>ήνωρ</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀλεσήνωρ:''' -ορος, ὁ, ἡ ([[ἀνήρ]]), αυτός που καταστρέφει τους άντρες, σε Θέογν.
}}
}}

Revision as of 00:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλεσήνωρ Medium diacritics: ὀλεσήνωρ Low diacritics: ολεσήνωρ Capitals: ΟΛΕΣΗΝΩΡ
Transliteration A: olesḗnōr Transliteration B: olesēnōr Transliteration C: olesinor Beta Code: o)lesh/nwr

English (LSJ)

ορος, ὁ, ἡ,

   A man-destroying, epith.of perjury, ὅρκοι Thgn. 399, Nonn.D.28.273.

German (Pape)

[Seite 319] ορος, Männer verderbend, zu Grunde richtend; ὅρκος, vom Meineide, Theogn. 399; auch sp. D., wie Nonn. D. 28, 273.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλεσήνωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ὁ καταστρέφων τοὺς ἄνδρας, ἐπίθετ. τοῦ ὅρκου, ἐπὶ ψευδορκίας, Θέογν. 399, Νόνν. Δ. 28. 267.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
qui perd les hommes.
Étymologie: ὄλλυμι, ἀνήρ.

Greek Monolingual

ὀλεσήνωρ, -ορος, ὁ, ἡ (Α)
(σχετικά με ψευδορκία) αυτός που καταστρέφει, που αφανίζει τους άντρες («φεύγειν' ὀλεσήνορας ὅρκους», Θέογν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < θ. ολεσ- του ὄλλυμι (πρβλ. ὤλεσα, ἀπόλεσις) + -ήνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. λυσ-ήνωρ. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

ὀλεσήνωρ: -ορος, ὁ, ἡ (ἀνήρ), αυτός που καταστρέφει τους άντρες, σε Θέογν.