ὀλιβρός: Difference between revisions
From LSJ
(28) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=olivros | |Transliteration C=olivros | ||
|Beta Code=o)libro/s | |Beta Code=o)libro/s | ||
|Definition=ά, όν, <span class="sense" | |Definition=ά, όν, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> = [[ὀλισθηρός]], Id.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 00:00, 13 December 2020
English (LSJ)
ά, όν, A = ὀλισθηρός, Id.
German (Pape)
[Seite 319] dor. = ὀλισθηρός, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλιβρός: -ά, -όν, = ὀλισθηρός, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὀλιβρός, -ά, -όν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ὀλισθηρός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας lei- / slei- «γλιστρώ» (πρβλ. ολί-σθάνω), με παρέκταση b, προθεματικό φωνήεν ὀ- και επίθημα -ρός (πρβλ. κυδ-ρός, ψυχ-ρός). Η λ. συνδέεται με αγγλοσαξ. slipor, αρχ. άνω γερμ. sleffar «ολισθηρός», αρχ. ισλδ. sleipr, καθώς και με ρηματικούς τ., όπως αρχ. άνω γερμ. slῑfan γερμ. schleifen (βλ. και λ. ολισθαίνω)].