ὀλιγοχρήματος: Difference between revisions
From LSJ
κύματα θαρσαλέως ποντοπόρει βιότου → the waves of life make bold furrows, travel boldly over the waves of life
(28) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oligochrimatos | |Transliteration C=oligochrimatos | ||
|Beta Code=o)ligoxrh/matos | |Beta Code=o)ligoxrh/matos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[of]] or <b class="b2">with little money</b>, παρακαταθήκη <span class="bibl">Ph.1.287</span>, al.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:30, 28 June 2020
English (LSJ)
ον,
A of or with little money, παρακαταθήκη Ph.1.287, al.
German (Pape)
[Seite 322] von wenigem Vermögen, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγοχρήμᾰτος: -ον, ὁ συνιστάμενος ἐξ ὀλίγων χρημάτων, ὀλιγοχρήματος παρακαταθήκη Φίλων τ. 1, σ. 341, 31.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὀλιγοχρήματος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που απαιτεί δαπάνη λίγων χρημάτων, οδιγοδάπανος
αρχ.
αυτός που αποτελείται από λίγα χρήματα («ὀλιγοχρημάτου παρακαταθήκης», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ό)- (βλ. λ. λιγο-) + χρῆμα, -ατος].