ὀλιγωφελής: Difference between revisions
From LSJ
Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor
(28) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀλιγωφελής]], -ές (Α)<br />αυτός που ωφελεί λίγο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> (<i>ὀλιγ</i>((<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>ωφελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄφελος]]), <b>πρβλ.</b> <i>κοιν</i>-<i>ωφελής</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»]. | |mltxt=[[ὀλιγωφελής]], -ές (Α)<br />αυτός που ωφελεί λίγο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> (<i>ὀλιγ</i>((<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>ωφελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄφελος]]), <b>πρβλ.</b> <i>κοιν</i>-<i>ωφελής</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀλῐγωφελής:''' мало полезный, оказывающий незначительную помощь Sext. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:52, 1 January 2019
English (LSJ)
ές, (ὄφελος)
A of little use, S.E.M.1.296: Comp., Herod. Med. ap. Orib.8.3.3.
German (Pape)
[Seite 322] ές, wenig helfend, S. Emp. adv. eth. 132.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγωφελής: -ές, ὁ ὀλίγον ὠφελῶν, Σέξτ. Ἐμπειρ. π. Μ. 1. 296.
Greek Monolingual
ὀλιγωφελής, -ές (Α)
αυτός που ωφελεί λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (ὀλιγ((ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -ωφελής (< ὄφελος), πρβλ. κοιν-ωφελής. Το -ω- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Russian (Dvoretsky)
ὀλῐγωφελής: мало полезный, оказывающий незначительную помощь Sext.