ολόχρυσος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure

Sophocles, Antigone, 67-68
(28)
 
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁλόχρυσος]], -ον)<br />κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από καθαρό χρυσό («στέφανον [[ὁλόχρυσον]]», Μαλάλ. Ι.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[κατάξανθος]] («καὶ εἰς τὴν αὔραν κυματίζουν μαῡρα, ὁλόχρυσα μαλλιά», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[ὁλόχρυσον]]<br />το [[φυτό]] αείζωον το μέγα.
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁλόχρυσος]], -ον)<br />κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από καθαρό χρυσό («στέφανον [[ὁλόχρυσον]]», Μαλάλ. Ι.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[κατάξανθος]] («καὶ εἰς τὴν αὔραν κυματίζουν μαῡρα, ὁλόχρυσα μαλλιά», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ὁλόχρυσον]]<br />το [[φυτό]] αείζωον το μέγα.
}}
}}

Latest revision as of 12:45, 14 January 2019

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁλόχρυσος, -ον)
κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από καθαρό χρυσό («στέφανον ὁλόχρυσον», Μαλάλ. Ι.)
νεοελλ.
μτφ. κατάξανθος («καὶ εἰς τὴν αὔραν κυματίζουν μαῡρα, ὁλόχρυσα μαλλιά», Σολωμ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁλόχρυσον
το φυτό αείζωον το μέγα.