ομοδίαιτα: Difference between revisions

From LSJ

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source
(28)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁμοδίαιτα]], ἡ (Μ)<br />το να ζει [[κάποιος]] σε κοινό χώρο, [[συμβίωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δίαιτα]] (<b>πρβλ.</b> <i>αβρο</i>-[[δίαιτα]])].
|mltxt=[[ὁμοδίαιτα]], ἡ (Μ)<br />το να ζει [[κάποιος]] σε κοινό χώρο, [[συμβίωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δίαιτα]] ([[πρβλ]]. [[αβροδίαιτα]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:55, 8 May 2023

Greek Monolingual

ὁμοδίαιτα, ἡ (Μ)
το να ζει κάποιος σε κοινό χώρο, συμβίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + δίαιτα (πρβλ. αβροδίαιτα)].