ὁμόδημος: Difference between revisions
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(28) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὁμόδημος]], δωρ. τ. ὁμόδαμος, -ον (Α)<br />αυτός που προέρχεται από τον ίδιο δήμο ή από την [[ίδια]] [[φυλή]] («ὁμόδαμος ἐὼν Σπαρτῶν γένει», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δῆμος]] (<b>πρβλ.</b> <i>κοινό</i>-<i>δημος</i>)]. | |mltxt=[[ὁμόδημος]], δωρ. τ. ὁμόδαμος, -ον (Α)<br />αυτός που προέρχεται από τον ίδιο δήμο ή από την [[ίδια]] [[φυλή]] («ὁμόδαμος ἐὼν Σπαρτῶν γένει», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δῆμος]] (<b>πρβλ.</b> <i>κοινό</i>-<i>δημος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὁμόδημος:''' Δωρ. -δᾱμος, -ον, αυτός που ανήκει στον ίδιο δήμο ή στην [[ίδια]] [[γενιά]], σε Πίνδ.· <i>τινι</i>, με κάποιον, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 31 December 2018
English (LSJ)
Dor. -δᾱμος, ον,
A of the same people or race, γόνος Pi.O.9.44 ; τινι with one, Id.I.1.30.
German (Pape)
[Seite 333] von demselben Volke; ὁμόδαμος ἐὼν Σπαρτῶν γένει, Pind. I. 1, 30; γόνος, Ol. 9, 43.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόδημος: Δωρ. -δᾱμος, ον, ὁ ἐκ τοῦ αὐτοῦ δήμου ἢ τῆς αὐτῆς γενεᾶς, γόνος Πινδ. Ο. 9. 69· τινι, μετά τινος, ὁ αὐτ. ἐν Ι. 1. 140.
Greek Monolingual
ὁμόδημος, δωρ. τ. ὁμόδαμος, -ον (Α)
αυτός που προέρχεται από τον ίδιο δήμο ή από την ίδια φυλή («ὁμόδαμος ἐὼν Σπαρτῶν γένει», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + δῆμος (πρβλ. κοινό-δημος)].
Greek Monotonic
ὁμόδημος: Δωρ. -δᾱμος, -ον, αυτός που ανήκει στον ίδιο δήμο ή στην ίδια γενιά, σε Πίνδ.· τινι, με κάποιον, στον ίδ.