ομοκλητήρ: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(28)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁμοκλητήρ]], -ῆρος, ὁ (ΑΜ, Α θηλ. [[ὁμοκλήτειρα]])<br />αυτός που παροτρύνει, που προτρέπει κάποιον με απειλές («μή τις [[ὀπίσσω]] τετράφθω [[προτὶ]] νῆας, ὁμοκλητῆρος ἀκούσας», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὁμοκλάω]], -<i>έω</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τηρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>φρουρη</i>-<i>τήρ</i>)].
|mltxt=[[ὁμοκλητήρ]], -ῆρος, ὁ (ΑΜ, Α θηλ. [[ὁμοκλήτειρα]])<br />αυτός που παροτρύνει, που προτρέπει κάποιον με απειλές («μή τις [[ὀπίσσω]] τετράφθω [[προτὶ]] νῆας, ὁμοκλητῆρος ἀκούσας», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὁμοκλάω]], -<i>έω</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τηρ</i> ([[πρβλ]]. [[φρουρητήρ]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:42, 8 May 2023

Greek Monolingual

ὁμοκλητήρ, -ῆρος, ὁ (ΑΜ, Α θηλ. ὁμοκλήτειρα)
αυτός που παροτρύνει, που προτρέπει κάποιον με απειλές («μή τις ὀπίσσω τετράφθω προτὶ νῆας, ὁμοκλητῆρος ἀκούσας», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμοκλάω, -έω + επίθημα -τηρ (πρβλ. φρουρητήρ)].