ομότροφος: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
(28) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὁμότροφος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ανατράφηκε [[μαζί]] με άλλον («[[Ἄρτεμις]] [[ὁμότροφος]] Ἀπόλλωνι», Ύμν. Απόλλ.)<br /><b>2.</b> αυτός που τρώγει [[μαζί]] με κάποιον, αυτός που έχει την [[ίδια]] [[διατροφή]] με άλλον («ὁμότροπός τε καὶ [[ὁμότροφος]] [[γίγνεσθαι]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ὁμότροφα [[πεδία]]» — οι πεδιάδες στις οποίες ανατρεφόμαστε [[μαζί]] (<b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τροφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), | |mltxt=-η, -ο (Α [[ὁμότροφος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ανατράφηκε [[μαζί]] με άλλον («[[Ἄρτεμις]] [[ὁμότροφος]] Ἀπόλλωνι», Ύμν. Απόλλ.)<br /><b>2.</b> αυτός που τρώγει [[μαζί]] με κάποιον, αυτός που έχει την [[ίδια]] [[διατροφή]] με άλλον («ὁμότροπός τε καὶ [[ὁμότροφος]] [[γίγνεσθαι]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ὁμότροφα [[πεδία]]» — οι πεδιάδες στις οποίες ανατρεφόμαστε [[μαζί]] (<b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τροφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), [[πρβλ]]. [[νεότροφος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:35, 10 May 2023
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὁμότροφος, -ον)
1. αυτός που ανατράφηκε μαζί με άλλον («Ἄρτεμις ὁμότροφος Ἀπόλλωνι», Ύμν. Απόλλ.)
2. αυτός που τρώγει μαζί με κάποιον, αυτός που έχει την ίδια διατροφή με άλλον («ὁμότροπός τε καὶ ὁμότροφος γίγνεσθαι», Πλάτ.)
αρχ.
φρ. «ὁμότροφα πεδία» — οι πεδιάδες στις οποίες ανατρεφόμαστε μαζί (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -τροφος (< τρέφω), πρβλ. νεότροφος].