ονοματομάχος: Difference between revisions

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source
(29)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀνοματομάχος]], -ον (Α)<br />αυτός που μάχεται για τα ονόματα, δηλ. τις λέξεις, ή για τη [[χρήση]] όρων και εκφράσεων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνομα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μάχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>λεοντο</i>-<i>μάχος</i>].
|mltxt=[[ὀνοματομάχος]], -ον (Α)<br />αυτός που μάχεται για τα ονόματα, δηλ. τις λέξεις, ή για τη [[χρήση]] όρων και εκφράσεων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνομα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μάχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]]), [[πρβλ]]. [[λεοντομάχος]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:35, 10 May 2023

Greek Monolingual

ὀνοματομάχος, -ον (Α)
αυτός που μάχεται για τα ονόματα, δηλ. τις λέξεις, ή για τη χρήση όρων και εκφράσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνομα, -ατος + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. λεοντομάχος].