ομφαλόεις: Difference between revisions

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396
(29)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀμφαλόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ομφαλό, δηλ. ομφαλοειδή [[προεξοχή]] ή στρογγυλό [[κόσμημα]], ο [[ομφαλωτός]] («ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «οἰμωγάς ᾄδων, καὶ ταύτας ὀμφαλοέσσας» — [[αστεϊσμός]] του <b>Αριστοφ.</b> [[κατά]] κωμική [[μεταφορά]] από το «ἀσπίδας ὀμφαλοέσσας»<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «συκέης πόσιν ὀμφαλόεσσαν» — αναφέρεται ίσως σε ένα [[είδος]] σύκου, που ονομαζόταν <i>ὀμφάλειος</i>, <b>Νίκ.</b><br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἄρκτον ὀμφαλόεσσαν» — [[χαρακτηρισμός]] της Μεγάλης Αρκτου, της οποίας ο [[αστερισμός]] κατευθύνεται [[προς]] τον ομφαλό του ουρανού, δηλ. [[προς]] τον [[πόλο]], [[προς]] τον πολικό αστέρα, (<b>Νίκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀμφαλός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θανατ</i>-<i>όεις</i>, <i>ιμερ</i>-<i>όεις</i>)].
|mltxt=[[ὀμφαλόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ομφαλό, δηλ. ομφαλοειδή [[προεξοχή]] ή στρογγυλό [[κόσμημα]], ο [[ομφαλωτός]] («ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «οἰμωγάς ᾄδων, καὶ ταύτας ὀμφαλοέσσας» — [[αστεϊσμός]] του <b>Αριστοφ.</b> [[κατά]] κωμική [[μεταφορά]] από το «ἀσπίδας ὀμφαλοέσσας»<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «συκέης πόσιν ὀμφαλόεσσαν» — αναφέρεται ίσως σε ένα [[είδος]] σύκου, που ονομαζόταν <i>ὀμφάλειος</i>, <b>Νίκ.</b><br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἄρκτον ὀμφαλόεσσαν» — [[χαρακτηρισμός]] της Μεγάλης Αρκτου, της οποίας ο [[αστερισμός]] κατευθύνεται [[προς]] τον ομφαλό του ουρανού, δηλ. [[προς]] τον [[πόλο]], [[προς]] τον πολικό αστέρα, (<b>Νίκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀμφαλός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i> (<b>πρβλ.</b> [[θανατόεις]], [[ιμερόεις]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:16, 8 May 2023

Greek Monolingual

ὀμφαλόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. αυτός που έχει ομφαλό, δηλ. ομφαλοειδή προεξοχή ή στρογγυλό κόσμημα, ο ομφαλωτός («ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης», Ομ. Ιλ.)
2. φρ. «οἰμωγάς ᾄδων, καὶ ταύτας ὀμφαλοέσσας» — αστεϊσμός του Αριστοφ. κατά κωμική μεταφορά από το «ἀσπίδας ὀμφαλοέσσας»
3. φρ. «συκέης πόσιν ὀμφαλόεσσαν» — αναφέρεται ίσως σε ένα είδος σύκου, που ονομαζόταν ὀμφάλειος, Νίκ.
3. φρ. «ἄρκτον ὀμφαλόεσσαν» — χαρακτηρισμός της Μεγάλης Αρκτου, της οποίας ο αστερισμός κατευθύνεται προς τον ομφαλό του ουρανού, δηλ. προς τον πόλο, προς τον πολικό αστέρα, (Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμφαλός + κατάλ. -όεις (πρβλ. θανατόεις, ιμερόεις)].