ὀνειδιστής: Difference between revisions

From LSJ
(29)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀνειδιστής]], ὁ (Α) [[ονειδίζω]]<br />αυτός που επιπλήττει ή κατηγορεί κάποιον για [[κάτι]].
|mltxt=[[ὀνειδιστής]], ὁ (Α) [[ονειδίζω]]<br />αυτός που επιπλήττει ή κατηγορεί κάποιον για [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀνειδιστής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που χλευάζει ή κατηγορεί για [[κάτι]], με γεν. πράγμ., σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 20:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνειδιστής Medium diacritics: ὀνειδιστής Low diacritics: ονειδιστής Capitals: ΟΝΕΙΔΙΣΤΗΣ
Transliteration A: oneidistḗs Transliteration B: oneidistēs Transliteration C: oneidistis Beta Code: o)neidisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who reproaches with a thing, c. gen. rei, ἁμαρτημάτων, εὐεργετημάτων, Arist.Rh.1381b2.

German (Pape)

[Seite 345] ὁ, der Beschimpfende, Vorwürfe Machende, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνειδιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ὀνειδίζων ἢ ψέγων διά τι, μετὰ γενικ. πράγμ., ἁμαρτημάτων, εὐεργετημάτων Ἀριστ. Ρητ. 2. 4. 16.

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
injurieux, outrageant.
Étymologie: ὀνειδίζω.

Greek Monolingual

ὀνειδιστής, ὁ (Α) ονειδίζω
αυτός που επιπλήττει ή κατηγορεί κάποιον για κάτι.

Greek Monotonic

ὀνειδιστής: -οῦ, ὁ, αυτός που χλευάζει ή κατηγορεί για κάτι, με γεν. πράγμ., σε Αριστ.