ὀξυήκοος: Difference between revisions

From LSJ

ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπως → live in a manner above reproach and without offence to others

Source
(29)
(3b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀξυήκοος]], και εσφ. γρφ. [[ὀξύκοος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[οξεία]] [[ακοή]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[οξεία]] [[αντίληψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήκοος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀκούω]]), <b>πρβλ.</b> <i>αυτ</i>-<i>ήκοος</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀξυήκοος]], και εσφ. γρφ. [[ὀξύκοος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[οξεία]] [[ακοή]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[οξεία]] [[αντίληψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήκοος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀκούω]]), <b>πρβλ.</b> <i>αυτ</i>-<i>ήκοος</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀξῠήκοος:''' стяж. ὀξυήκους 2<br /><b class="num">1)</b> одаренный тонким слухом (ζῷα Arst.);<br /><b class="num">2)</b> тонко воспринимающий, тонкий ([[αἴσθησις]] Plat.).
}}
}}

Revision as of 09:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξυήκοος Medium diacritics: ὀξυήκοος Low diacritics: οξυήκοος Capitals: ΟΞΥΗΚΟΟΣ
Transliteration A: oxyḗkoos Transliteration B: oxyēkoos Transliteration C: oksyikoos Beta Code: o)cuh/koos

English (LSJ)

ον,

   A quick of hearing : of quick perception, keen, αἴσθησις Pl.Ti.75b ; ἰχθύες Arist.HA534a6, cf. A.D.Synt.295.23.—In codd. sts. wrongly ὀξύκοος, ὀξυκοΐα : Comp. ὀξυηκοώτερος Luc.Pr.Im.20, Porph.Abst.3.8 : Sup. ὀξυηκοώτατος prob. l. in S.E.M.9.65, for ὀξυηκούστατος.

German (Pape)

[Seite 352] scharf, sein hörend; αἴσθησις, Plat. Tim. 75 b; Sp., wie Luc. Pro imag. 20; superl. ὀξυηκούστατος, S. Emp. adv. phys. 1, 65. – S. auch ὀξύκοος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀξυήκοος, και εσφ. γρφ. ὀξύκοος, -ον)
αυτός που έχει οξεία ακοή
αρχ.
αυτός που έχει οξεία αντίληψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -ήκοος (< ἀκούω), πρβλ. αυτ-ήκοος. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Russian (Dvoretsky)

ὀξῠήκοος: стяж. ὀξυήκους 2
1) одаренный тонким слухом (ζῷα Arst.);
2) тонко воспринимающий, тонкий (αἴσθησις Plat.).