οπόσε: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(29)
 
(3b)
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁπόσε]], επικ. τ. [[ὁππόσε]] (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) <b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> όποι, [[προς]] ποιο [[μέρος]], πού<br /><b>2.</b> [[προς]] όποιο [[μέρος]], όπου («ὁππόσ' ἐπέλθω», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αναφ. επίρρ. [[ὁπόσε]] έχει σχηματιστεί από το θ. <i>yo</i>- της αναφ. αντων. <i>ὅς</i>, <i>ἥ</i>, <i>ὅ</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>ος</i>) και το ερωτ. επίρρ. [[πόσε]] (<b>πρβλ.</b> [[ὁποῖος]] <span style="color: red;"><</span> [[ποῖος]], [[ὅπως]] <span style="color: red;"><</span> <i>πῶς</i> <b>κ.λπ.</b>)].
|mltxt=[[ὁπόσε]], επικ. τ. [[ὁππόσε]] (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) <b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> όποι, [[προς]] ποιο [[μέρος]], πού<br /><b>2.</b> [[προς]] όποιο [[μέρος]], όπου («ὁππόσ' ἐπέλθω», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αναφ. επίρρ. [[ὁπόσε]] έχει σχηματιστεί από το θ. <i>yo</i>- της αναφ. αντων. <i>ὅς</i>, <i>ἥ</i>, <i>ὅ</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>ος</i>) και το ερωτ. επίρρ. [[πόσε]] (<b>πρβλ.</b> [[ὁποῖος]] <span style="color: red;"><</span> [[ποῖος]], [[ὅπως]] <span style="color: red;"><</span> <i>πῶς</i> <b>κ.λπ.</b>)].
}}
{{elru
|elrutext='''οπόσε:''' эп. [[ὁππόσε]] Hom., HH = [[ὅποι]].
}}
}}

Latest revision as of 01:00, 1 January 2019

Greek Monolingual

ὁπόσε, επικ. τ. ὁππόσε (Α)
(ποιητ. τ.) επίρρ.
1. όποι, προς ποιο μέρος, πού
2. προς όποιο μέρος, όπου («ὁππόσ' ἐπέλθω», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αναφ. επίρρ. ὁπόσε έχει σχηματιστεί από το θ. yo- της αναφ. αντων. ὅς, , (βλ. λ. ος) και το ερωτ. επίρρ. πόσε (πρβλ. ὁποῖος < ποῖος, ὅπως < πῶς κ.λπ.)].

Russian (Dvoretsky)

οπόσε: эп. ὁππόσε Hom., HH = ὅποι.