ὀρέγνυμι: Difference between revisions
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
(29) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀρέγνυμι]] (Α)<br />(μόνο στις μτχ. <i>ὀρεγνύς</i> και <i>ὀρεγνύμενος</i>) [[ορέγω]], [[απλώνω]] τα χέρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀρεγ</i>- του [[ὀρέγω]], [[κατά]] τα ρ. σε -<i>νυμι</i> (<b>πρβλ.</b> <i>όρ</i>-<i>νυμι</i>)]. | |mltxt=[[ὀρέγνυμι]] (Α)<br />(μόνο στις μτχ. <i>ὀρεγνύς</i> και <i>ὀρεγνύμενος</i>) [[ορέγω]], [[απλώνω]] τα χέρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀρεγ</i>- του [[ὀρέγω]], [[κατά]] τα ρ. σε -<i>νυμι</i> (<b>πρβλ.</b> <i>όρ</i>-<i>νυμι</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀρέγνυμι:''' = [[ὀρέγω]], μόνο στην μτχ. <i>χεῖρας ὀρεγνύς</i>, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., <i>χεῖρας ὀρεγνύμενος</i>, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 30 December 2018
English (LSJ)
A = ὀρέγω, only in part., χεῖρας ὀρεγνύς Il.1.351, 22.37 ; χεῖρας ὀρεγνύμενος AP7.506.6 (Leon.), cf. Mosch.2.112.
German (Pape)
[Seite 371] = ὀρέγω, nur χεῖρας ὀρεγνύς, Il. 1, 351. 22, 37.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρέγνυμι: ὀρέγω, ἐκτείνω, ἐν χρήσει μόνον κατὰ μετοχ., χεῖρας ὀρεγνὺς Ἰλ. Α. 351, Χ. 37· χεῖρας ὀρεγνύμενος Ἀνθ. Π. 7. 506, πρβλ. Μόσχ. 2. 112.
French (Bailly abrégé)
prés. part. ὀρεγνύς;
tendre, étendre, acc..
Étymologie: ὀρέγω.
Greek Monolingual
ὀρέγνυμι (Α)
(μόνο στις μτχ. ὀρεγνύς και ὀρεγνύμενος) ορέγω, απλώνω τα χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεγ- του ὀρέγω, κατά τα ρ. σε -νυμι (πρβλ. όρ-νυμι)].
Greek Monotonic
ὀρέγνυμι: = ὀρέγω, μόνο στην μτχ. χεῖρας ὀρεγνύς, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., χεῖρας ὀρεγνύμενος, σε Ανθ.