Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὀρεσχάς: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος εἶναι μᾶλλον ἢ χρηστὸς θέλε → Benignus esse quaere, sed iustus magis → Gerecht zu sein sei mehr dein Wunsch als gutgesinnt

Menander, Monostichoi, 114
(29)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀρεσχάς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br />η όσχη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. [[ὀρεσχάς]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ὀρ</i>-<i>οσχάς</i>) έχει προέλθει με συμφυρμό τών λ. <i>ὄρ</i>-<i>μενος</i> «[[βλαστός]]» και [[ὄσχη]] (Ι) «νέο [[κλήμα]]» και [[τροπή]] του -<i>ο</i>- σε -<i>ε</i>-].
|mltxt=[[ὀρεσχάς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br />η όσχη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. [[ὀρεσχάς]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ὀρ</i>-<i>οσχάς</i>) έχει προέλθει με συμφυρμό τών λ. <i>ὄρ</i>-<i>μενος</i> «[[βλαστός]]» και [[ὄσχη]] (Ι) «νέο [[κλήμα]]» και [[τροπή]] του -<i>ο</i>- σε -<i>ε</i>-].
}}
{{etym
|etymtx=-άδος<br />Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">vine with grapes</b>, = <b class="b3">ὄσχη</b>, <b class="b3">-ος</b> (<b class="b3">ὤσ-</b>) Harp., H.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Hypothesis by Strömberg Wortstudien 53f.: from <b class="b3">*ὀρ-οσχάς</b> as cross of <b class="b3">ὄρμενος</b> and <b class="b3">ὄσχη</b> with <b class="b3">ε</b> < <b class="b3">ο</b>. - The word is evidently the same as [[ἀρασχάδες]] (s.v.), and so Pre-Greek (Furnée 348).
}}
}}

Revision as of 06:53, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρεσχάς Medium diacritics: ὀρεσχάς Low diacritics: ορεσχάς Capitals: ΟΡΕΣΧΑΣ
Transliteration A: oreschás Transliteration B: oreschas Transliteration C: oreschas Beta Code: o)resxa/s

English (LSJ)

άδος, ἡ,

   A = ὄσχη, Harp. s.v. ὀσχοφόροι; = τὸ σὺν τοῖς βότρυσιν ἀφαιρεθὲν κλῆμα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 373] άδος, ἡ, = ὄσχη, Weinranke voll Trauben, Harpocr. v. ὀσχοφόρος, auch αὐροσχάς, ἀρασχάς, ἀρέσχη geschrieben, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρεσχάς: -άδος, ἡ, = ὄσχη, Ἁρποκρ. ἐν λ. ὀσχοφόροι.

Greek Monolingual

ὀρεσχάς, -άδος, ἡ (Α)
η όσχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. ὀρεσχάς (< ὀρ-οσχάς) έχει προέλθει με συμφυρμό τών λ. ὄρ-μενος «βλαστός» και ὄσχη (Ι) «νέο κλήμα» και τροπή του -ο- σε -ε-].

Frisk Etymological English

-άδος
Grammatical information: f.
Meaning: vine with grapes, = ὄσχη, -ος (ὤσ-) Harp., H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Hypothesis by Strömberg Wortstudien 53f.: from *ὀρ-οσχάς as cross of ὄρμενος and ὄσχη with ε < ο. - The word is evidently the same as ἀρασχάδες (s.v.), and so Pre-Greek (Furnée 348).