ὀρεσχάς: Difference between revisions
Δίκαιος εἶναι μᾶλλον ἢ χρηστὸς θέλε → Benignus esse quaere, sed iustus magis → Gerecht zu sein sei mehr dein Wunsch als gutgesinnt
(29) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀρεσχάς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br />η όσχη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. [[ὀρεσχάς]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ὀρ</i>-<i>οσχάς</i>) έχει προέλθει με συμφυρμό τών λ. <i>ὄρ</i>-<i>μενος</i> «[[βλαστός]]» και [[ὄσχη]] (Ι) «νέο [[κλήμα]]» και [[τροπή]] του -<i>ο</i>- σε -<i>ε</i>-]. | |mltxt=[[ὀρεσχάς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br />η όσχη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. [[ὀρεσχάς]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ὀρ</i>-<i>οσχάς</i>) έχει προέλθει με συμφυρμό τών λ. <i>ὄρ</i>-<i>μενος</i> «[[βλαστός]]» και [[ὄσχη]] (Ι) «νέο [[κλήμα]]» και [[τροπή]] του -<i>ο</i>- σε -<i>ε</i>-]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=-άδος<br />Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">vine with grapes</b>, = <b class="b3">ὄσχη</b>, <b class="b3">-ος</b> (<b class="b3">ὤσ-</b>) Harp., H.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Hypothesis by Strömberg Wortstudien 53f.: from <b class="b3">*ὀρ-οσχάς</b> as cross of <b class="b3">ὄρμενος</b> and <b class="b3">ὄσχη</b> with <b class="b3">ε</b> < <b class="b3">ο</b>. - The word is evidently the same as [[ἀρασχάδες]] (s.v.), and so Pre-Greek (Furnée 348). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:53, 3 January 2019
English (LSJ)
άδος, ἡ,
A = ὄσχη, Harp. s.v. ὀσχοφόροι; = τὸ σὺν τοῖς βότρυσιν ἀφαιρεθὲν κλῆμα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 373] άδος, ἡ, = ὄσχη, Weinranke voll Trauben, Harpocr. v. ὀσχοφόρος, auch αὐροσχάς, ἀρασχάς, ἀρέσχη geschrieben, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρεσχάς: -άδος, ἡ, = ὄσχη, Ἁρποκρ. ἐν λ. ὀσχοφόροι.
Greek Monolingual
ὀρεσχάς, -άδος, ἡ (Α)
η όσχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. ὀρεσχάς (< ὀρ-οσχάς) έχει προέλθει με συμφυρμό τών λ. ὄρ-μενος «βλαστός» και ὄσχη (Ι) «νέο κλήμα» και τροπή του -ο- σε -ε-].
Frisk Etymological English
-άδος
Grammatical information: f.
Meaning: vine with grapes, = ὄσχη, -ος (ὤσ-) Harp., H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Hypothesis by Strömberg Wortstudien 53f.: from *ὀρ-οσχάς as cross of ὄρμενος and ὄσχη with ε < ο. - The word is evidently the same as ἀρασχάδες (s.v.), and so Pre-Greek (Furnée 348).