ὁρμίσκος: Difference between revisions
From LSJ
Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritas → Leichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann
(29) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ὁρμίσκος]], ὁ (Α) [<i>όρμος</i> (Ι)]<br /><b>1.</b> μικρό [[περιδέραιο]]<br /><b>2.</b> [[σφραγίδα]] σε [[δαχτυλίδι]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[ὁρμίσκος]], ὁ (Α) [<i>όρμος</i> (Ι)]<br /><b>1.</b> μικρό [[περιδέραιο]]<br /><b>2.</b> [[σφραγίδα]] σε [[δαχτυλίδι]].<br /><b>(II)</b><br />ο<br />[[μικρός]] όρμος, [[λιμανάκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>όρμος</i> (ΙΙ). Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Ιω. Ισιδ. Σκυλίσση]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:26, 10 January 2019
English (LSJ)
ὁ, Dim. of ὅρμος,
A small necklace, IG12.317.6, Chares 3 J., LXX Ca.1.10, IG12(8).51.18 (Imbros, ii B. C.), Ph.1.665, Ael.NA8.4. 2 signetcord, LXX Ge.38.18, J.AJ1.16.2. 3 collar, Hsch.
German (Pape)
[Seite 382] ὁ, dim. von ὅρμος, Halsbändchen, Chares bei Ath. III, 93 c.
Greek (Liddell-Scott)
ὁρμίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ ὅρμος, μικρὸν περιδέραιον, Χάρης παρ’ Ἀθην. 93D, Φίλων 1. 665. – Καθ’ Ἡσύχ.: «ὁρμίσκοι· περιτραχήλιοι κόσμοι γυναικεῖοι».
Greek Monolingual
(I)
ὁρμίσκος, ὁ (Α) [όρμος (Ι)]
1. μικρό περιδέραιο
2. σφραγίδα σε δαχτυλίδι.
(II)
ο
μικρός όρμος, λιμανάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όρμος (ΙΙ). Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Ιω. Ισιδ. Σκυλίσση].