ορταλίς: Difference between revisions
From LSJ
Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst
(29) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀρταλίς]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[νεογνό]] πτηνού, [[νεοσσός]]<br /><b>2.</b> κατοικίδιο [[πτηνό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>ὀρτ</i>-[[αλίς]], με [[επίθημα]] -[[αλίς]] (<b>πρβλ.</b> [[δορκάς]]: <i>δορκ</i>-[[αλίς]]) παράγεται πιθ. από το αμάρτυρο ρηματ. επίθ. [[ὀρτός]] ( | |mltxt=[[ὀρταλίς]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[νεογνό]] πτηνού, [[νεοσσός]]<br /><b>2.</b> κατοικίδιο [[πτηνό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>ὀρτ</i>-[[αλίς]], με [[επίθημα]] -[[αλίς]] (<b>πρβλ.</b> [[δορκάς]]: <i>δορκ</i>-[[αλίς]]) παράγεται πιθ. από το αμάρτυρο ρηματ. επίθ. [[ὀρτός]] ([[πρβλ]]. [[θέορτος]], [[κονίορτος]]) του ρ. [[ὄρνυμι]] «[[σηκώνω]], [[εγείρω]]» και δηλώνει τα νεογνά τών πτηνών που προσπαθούν να πετάξουν. Δυσχερέστερη φαίνεται η [[σύνδεση]] της λ. με το [[ὄρνις]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:40, 8 May 2023
Greek Monolingual
ὀρταλίς, η (Α)
1. νεογνό πτηνού, νεοσσός
2. κατοικίδιο πτηνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὀρτ-αλίς, με επίθημα -αλίς (πρβλ. δορκάς: δορκ-αλίς) παράγεται πιθ. από το αμάρτυρο ρηματ. επίθ. ὀρτός (πρβλ. θέορτος, κονίορτος) του ρ. ὄρνυμι «σηκώνω, εγείρω» και δηλώνει τα νεογνά τών πτηνών που προσπαθούν να πετάξουν. Δυσχερέστερη φαίνεται η σύνδεση της λ. με το ὄρνις.