Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
ἁλίς (-ίδος), η (Μ) ἅλς1. αλμυρό έδαφος2. καθετί αλμυρό, αλμύρα3. είδος κράμβης.