ορχίλος: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
(29)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀρχίλος]] και ὀρχιλος, ὁ (Α)<br />[[είδος]] πτηνού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ὀρχίλος]] παράγεται από το ρ. <i>ὀρχοῦμαι</i> «[[χορεύω]]» με την υποκορ. κατάλ. -[[ίλος]], που απαντά και σε άλλα ον. πτηνών (<b>πρβλ.</b> <i>σποργ</i>-[[ίλος]], <i>τροχ</i>-[[ίλος]]). Το [[πτηνό]] αυτό ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω της έντονης κινητικότητας και ζωηρότητάς του].
|mltxt=[[ὀρχίλος]] και ὀρχιλος, ὁ (Α)<br />[[είδος]] πτηνού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ὀρχίλος]] παράγεται από το ρ. <i>ὀρχοῦμαι</i> «[[χορεύω]]» με την υποκορ. κατάλ. -[[ίλος]], που απαντά και σε άλλα ον. πτηνών ([[πρβλ]]. [[σποργίλος]], [[τροχίλος]]). Το [[πτηνό]] αυτό ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω της έντονης κινητικότητας και ζωηρότητάς του].
}}
}}

Latest revision as of 15:24, 8 May 2023

Greek Monolingual

ὀρχίλος και ὀρχιλος, ὁ (Α)
είδος πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὀρχίλος παράγεται από το ρ. ὀρχοῦμαι «χορεύω» με την υποκορ. κατάλ. -ίλος, που απαντά και σε άλλα ον. πτηνών (πρβλ. σποργίλος, τροχίλος). Το πτηνό αυτό ονομάστηκε έτσι λόγω της έντονης κινητικότητας και ζωηρότητάς του].