ουραχός: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false

Source
(30)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> \[\[((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $1$3)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[οὐραχός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> το ενδοκοιλιακό εξωπεριτοναϊκό [[τμήμα]] του αλαντοειδούς πόρου στο [[έμβρυο]], το οποίο [[πριν]] από τον τοκετό μεταπλάσσεται σε [[μέσο]] ομφαλοκυστικό σύνδεσμο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[αγωγός]] τών ούρων στο [[έμβρυο]]<br /><b>2.</b> το [[κορυφαίο]] [[άκρο]] της καρδιάς<br /><b>3.</b> [[κορμός]], [[στέλεχος]] φυτού<br /><b>4.</b> [[αιχμή]] τρυπάνου<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «οὐραχοὶ τῶν ὀφρύων» — τα εξωτερικά [[άκρα]] τών φρυδιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὐρά]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>χος</i> (<b>πρβλ.</b> [[στόμα]]-<i>χος</i>)].
|mltxt=ο (Α [[οὐραχός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> το ενδοκοιλιακό εξωπεριτοναϊκό [[τμήμα]] του αλαντοειδούς πόρου στο [[έμβρυο]], το οποίο [[πριν]] από τον τοκετό μεταπλάσσεται σε [[μέσο]] ομφαλοκυστικό σύνδεσμο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[αγωγός]] τών ούρων στο [[έμβρυο]]<br /><b>2.</b> το [[κορυφαίο]] [[άκρο]] της καρδιάς<br /><b>3.</b> [[κορμός]], [[στέλεχος]] φυτού<br /><b>4.</b> [[αιχμή]] τρυπάνου<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «οὐραχοὶ τῶν ὀφρύων» — τα εξωτερικά [[άκρα]] τών φρυδιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὐρά]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>χος</i> ([[πρβλ]]. [[στόμαχος]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:50, 16 May 2023

Greek Monolingual

ο (Α οὐραχός)
νεοελλ.
ανατ. το ενδοκοιλιακό εξωπεριτοναϊκό τμήμα του αλαντοειδούς πόρου στο έμβρυο, το οποίο πριν από τον τοκετό μεταπλάσσεται σε μέσο ομφαλοκυστικό σύνδεσμο
αρχ.
1. ο αγωγός τών ούρων στο έμβρυο
2. το κορυφαίο άκρο της καρδιάς
3. κορμός, στέλεχος φυτού
4. αιχμή τρυπάνου
5. φρ. «οὐραχοὶ τῶν ὀφρύων» — τα εξωτερικά άκρα τών φρυδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρά + επίθημα -χος (πρβλ. στόμαχος)].