ὀψιπέδων: Difference between revisions
From LSJ
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
(30) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀψιπέδων]], -ωνος, ὁ (Α)<br />αυτός που για πολύ χρόνο ήταν δεμένος με αλυσίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀψι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>οψέ</i>) <span style="color: red;">+</span> [[πέδων]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέδη]] «[[δεσμός]]»)]. | |mltxt=[[ὀψιπέδων]], -ωνος, ὁ (Α)<br />αυτός που για πολύ χρόνο ήταν δεμένος με αλυσίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀψι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>οψέ</i>) <span style="color: red;">+</span> [[πέδων]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέδη]] «[[δεσμός]]»)]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀψῐπέδων:''' ωνος ὁ (о старом рабе) состарившийся в оковах Men. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ωνος, ὁ,
A one who has long been in fetters, Men.1049 (pl.).
German (Pape)
[Seite 433] ωνος, ὁ, Einer, der lange in Fesseln gelegen hat, Men. bei Phot.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψῐπέδων: ὁ, ὁ ἐπὶ πολὺ διατελέσας ἐν δεσμοῖς, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 376. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀψιπέδωνας· τοὺς ἕως ζῶσιν ἄξοντας πέδας βράδιον».
Greek Monolingual
ὀψιπέδων, -ωνος, ὁ (Α)
αυτός που για πολύ χρόνο ήταν δεμένος με αλυσίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι- (βλ. λ. οψέ) + πέδων (< πέδη «δεσμός»)].
Russian (Dvoretsky)
ὀψῐπέδων: ωνος ὁ (о старом рабе) состарившийся в оковах Men.