ὀψιπέδων: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
(30)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀψιπέδων]], -ωνος, ὁ (Α)<br />αυτός που για πολύ χρόνο ήταν δεμένος με αλυσίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀψι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>οψέ</i>) <span style="color: red;">+</span> [[πέδων]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέδη]] «[[δεσμός]]»)].
|mltxt=[[ὀψιπέδων]], -ωνος, ὁ (Α)<br />αυτός που για πολύ χρόνο ήταν δεμένος με αλυσίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀψι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>οψέ</i>) <span style="color: red;">+</span> [[πέδων]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέδη]] «[[δεσμός]]»)].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀψῐπέδων:''' ωνος ὁ (о старом рабе) состарившийся в оковах Men.
}}
}}

Revision as of 07:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀψῐπέδων Medium diacritics: ὀψιπέδων Low diacritics: οψιπέδων Capitals: ΟΨΙΠΕΔΩΝ
Transliteration A: opsipédōn Transliteration B: opsipedōn Transliteration C: opsipedon Beta Code: o)yipe/dwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ,

   A one who has long been in fetters, Men.1049 (pl.).

German (Pape)

[Seite 433] ωνος, ὁ, Einer, der lange in Fesseln gelegen hat, Men. bei Phot.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψῐπέδων: ὁ, ὁ ἐπὶ πολὺ διατελέσας ἐν δεσμοῖς, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 376. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀψιπέδωνας· τοὺς ἕως ζῶσιν ἄξοντας πέδας βράδιον».

Greek Monolingual

ὀψιπέδων, -ωνος, ὁ (Α)
αυτός που για πολύ χρόνο ήταν δεμένος με αλυσίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι- (βλ. λ. οψέ) + πέδων (< πέδη «δεσμός»)].

Russian (Dvoretsky)

ὀψῐπέδων: ωνος ὁ (о старом рабе) состарившийся в оковах Men.