ὀψωνιάζω: Difference between revisions
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
(30) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀψωνιάζω]] (Α) [[οψώνιον]]<br />[[παρέχω]] στον στρατό ζωοτροφές ή [[μισθό]]. | |mltxt=[[ὀψωνιάζω]] (Α) [[οψώνιον]]<br />[[παρέχω]] στον στρατό ζωοτροφές ή [[μισθό]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀψωνιάζω:''' ([[ὀψώνιον]]), [[εφοδιάζω]] με προμήθειες. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:44, 31 December 2018
English (LSJ)
A furnish with provisions, ὀ. τὰς δυνάμεις furnish an army with supplies or pay, Plb.15.25.11, cf. D.S.33.22:—Pass., to be supplied, PCair.Zen.499.42 (iii B. C.), Plb.23.8.4, dub. l. in Str.14.2.5; ἐκ τῶν ἀλλοτρίων χρημάτων D.H.4.19, cf. D.S. 16.22.
German (Pape)
[Seite 434] mit Speise versorgen, beköstigen, δύναμιν, ein Kriegsheer mit Proviant, mit Kost und Sold versorgen, D. Sic. 6, 22 u. A.; im pass., Pol. 23, 8, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψωνιάζω: ἐφοδιάζω διὰ ζωοτροφιῶν, ὀψ. δύναμιν, παρέχω εἰς στρατὸν ζωοτροφίας ἢ μισθόν, Διοδ. Ἐκλογ. 598. 38. ― Παθ., ὀψωνιάζεσθαι τὴν βουλὴν ὑπ’ Εὐμένους Πολύβ. 23. 8, 4· ἐκ τῶν ἀλλοτρίων χρημάτων μνημονεύεται ἐκ Διον. Ἁλ., πρβλ. Διόδ. 16. 22· ― ὀψωνίζω, Τιμαρίων ἐν Notices des Mss. 9. 205.
French (Bailly abrégé)
munir de vivres en parl. d’une armée ; Pass. être approvisionné.
Étymologie: ὀψώνης.
Greek Monolingual
ὀψωνιάζω (Α) οψώνιον
παρέχω στον στρατό ζωοτροφές ή μισθό.