Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παιδοβόρος: Difference between revisions

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παιδοβόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που τρώγει [[παιδιά]] («παιδοβόροι μόχθοι Θυέστου», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παῖς]], <i>παιδός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βόρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βορά]]), <b>πρβλ.</b> <i>αιμο</i>-<i>βόρος</i>].
|mltxt=[[παιδοβόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που τρώγει [[παιδιά]] («παιδοβόροι μόχθοι Θυέστου», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παῖς]], <i>παιδός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βόρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βορά]]), <b>πρβλ.</b> <i>αιμο</i>-<i>βόρος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παιδοβόρος:''' -ον (βι-βρώσκω), αυτός που τρώει [[παιδιά]], <i>μόχθοι</i>, <i>παιδοβόροι</i>, λέγεται για το Θυέστη, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 21:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδοβόρος Medium diacritics: παιδοβόρος Low diacritics: παιδοβόρος Capitals: ΠΑΙΔΟΒΟΡΟΣ
Transliteration A: paidobóros Transliteration B: paidoboros Transliteration C: paidovoros Beta Code: paidobo/ros

English (LSJ)

ον,

   A child-eating, μόχθοι π., of Thyestes, A.Ch.1068 (anap., Aurat. for παιδόμοροι), cf. Nonn.D.21.120.

German (Pape)

[Seite 440] Kinder verzehrend, Aesch. Ch. 1064, nach Staul. Em. für παιδόμορος, vom Thyestes; Nonn. D. 21, 120.

Greek (Liddell-Scott)

παιδοβόρος: -ον, ὁ τοὺς παῖδας βιβρώσκων, μόχθοι π., ἐπὶ τοῦ Θυέστου, Αἰσχύλ. Χο. 1068 (κατὰ τὸν Aurat. ἀντὶ παιδομόροι), Νόνν. Δ. 21. 120· πρβλ κουροβόρος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dévore les enfants.
Étymologie: παῖς, βιβρώσκω.

Greek Monolingual

παιδοβόρος, -ον (Α)
αυτός που τρώγει παιδιά («παιδοβόροι μόχθοι Θυέστου», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο-βόρος].

Greek Monotonic

παιδοβόρος: -ον (βι-βρώσκω), αυτός που τρώει παιδιά, μόχθοι, παιδοβόροι, λέγεται για το Θυέστη, σε Αισχύλ.