πάναγνος: Difference between revisions
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
(30) |
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο, θηλ. και -ος (ΑΜ [[πάναγνος]], -ον)<br />[[πάρα]] πολύ [[αγνός]], αγνότατος<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b | |mltxt=-η, -ο, θηλ. και -ος (ΑΜ [[πάναγνος]], -ον)<br />[[πάρα]] πολύ [[αγνός]], αγνότατος<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[πάναγνος]]<br />[[προσωνυμία]] της Θεοτόκου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πανάγνως</i> (Α)<br />με πάναγνο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἁγνός]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:35, 14 January 2019
English (LSJ)
A = παναγής 1, ὄμμα Callistr.Stat. 10; κήρυκες Sch.Aeschin.1.20.
German (Pape)
[Seite 455] ganz keusch, rein, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πάναγνος: ὁ, ὅλως ἁγνός, Σχόλ. εἰς Αἰσχίν. 12. 10 Dind., Ἀμφιλ. 37Α, Δίδ. Ἀλ 452C, κλ . - Ἐπίρρ. πανάγνως, Ψευδο-Διον. Ἀρ. 436Α.
Spanish
Greek Monolingual
-η, -ο, θηλ. και -ος (ΑΜ πάναγνος, -ον)
πάρα πολύ αγνός, αγνότατος
το θηλ. ως ουσ. η πάναγνος
προσωνυμία της Θεοτόκου.
επίρρ...
πανάγνως (Α)
με πάναγνο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἁγνός.