παραιώρησις: Difference between revisions
From LSJ
σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν ἃ μὴ πρέπει → it's better to keep silence than to say what's not appropriate (Menander)
(30) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ήσεως, ἡ, Α [[παραιωρώ]]<br />η [[ανάρτηση]], το [[κρέμασμα]] ενός αντικειμένου [[κοντά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]]. | |mltxt=-ήσεως, ἡ, Α [[παραιωρώ]]<br />η [[ανάρτηση]], το [[κρέμασμα]] ενός αντικειμένου [[κοντά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παραιώρησις:''' εως ἡ досл. привешивание, перен. излишек, остаток Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A suspension, Thphr. Metaph.29; Math., 'suspension', Arist.Cael.306a21.
German (Pape)
[Seite 480] ἡ, das daneben oder an der Seite Aufhängen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παραιώρησις: ἡ, τὸ ἀναρτᾶν, κρεμᾶν πλησίον τινός, Ἀριστ. π. Οὐρ. 3. 7, 11.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α παραιωρώ
η ανάρτηση, το κρέμασμα ενός αντικειμένου κοντά σε κάποιον ή σε κάτι.
Russian (Dvoretsky)
παραιώρησις: εως ἡ досл. привешивание, перен. излишек, остаток Arst.