παράζυξ: Difference between revisions

From LSJ

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526
(30)
(5)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=-υγος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ζευχθεί [[μαζί]] με άλλον<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ.</b>) <i>οι παράζυγες</i><br />οι υπεράριθμοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ζυξ</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ζυγ</i>- του [[ζεύγνυμι]], <b>πρβλ.</b> [[ζυγός]]), <b>πρβλ.</b> <i>σύ</i>-<i>ζυξ</i>].
|mltxt=-υγος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ζευχθεί [[μαζί]] με άλλον<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ.</b>) <i>οι παράζυγες</i><br />οι υπεράριθμοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ζυξ</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ζυγ</i>- του [[ζεύγνυμι]], <b>πρβλ.</b> [[ζυγός]]), <b>πρβλ.</b> <i>σύ</i>-<i>ζυξ</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παράζυξ:''' -ῠγος, ὁ, ἡ, ζευγαρωμένος από δίπλα· πληθ. <i>παράζυγες</i>, υπεράριθμοι, σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 00:52, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 478] υγος, danebengespannt, als subst. ein Beipferd? – Bei Arist. polit. 2, 3, 6 Beiläufer, Ueberzähliger.

Greek (Liddell-Scott)

παράζυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, ὁ παρεζευγμένος, πλησίον ἐζευγμένος· μεταφορ., παράζυγες, οἱ, ὑπεράριθμοι, περιττοί, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 6, 11· οὕτω παρὰ Πλάτ. ἐπίγονοι: - πρβλ. περίζυξ.

French (Bailly abrégé)

υγος (ὁ, ἡ)
attaché auprès ; accessoire, qui compte pour peu ; οἱ παράζυγες ARSTT les prolétaires.
Étymologie: παραζεύγνυμι.

Greek Monolingual

-υγος, ὁ, ἡ, Α
1. αυτός που έχει ζευχθεί μαζί με άλλον
2. (το αρσ. στον πληθ.) οι παράζυγες
οι υπεράριθμοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -ζυξ (< θ. ζυγ- του ζεύγνυμι, πρβλ. ζυγός), πρβλ. σύ-ζυξ].

Greek Monotonic

παράζυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, ζευγαρωμένος από δίπλα· πληθ. παράζυγες, υπεράριθμοι, σε Αριστ.