παραδιώχνω: Difference between revisions

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
(30)
 
m (Text replacement - "]]]]<br />" to "]]<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=Ν, [[παραδιώκω]] Α [[διώχνω]] / [[διώκω]]]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[διώχνω]], [[συνήθως]] με τρόπο δυσάρεστο ή μειωτικό («μη μέ μαλώνεις βρε [[πουλί]] και μη μέ παραδιώχνεις», δημοτ. τραγ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απορρίπτω]]<br /><b>2.</b> [[καταδιώκω]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> [[παραδιώκομαι]]<br />[[ακολουθώ]] με πολύ γρήγορη [[διαδοχή]].
|mltxt=Ν, [[παραδιώκω]] Α [[διώχνω]] / [[διώκω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[διώχνω]], [[συνήθως]] με τρόπο δυσάρεστο ή μειωτικό («μη μέ μαλώνεις βρε [[πουλί]] και μη μέ παραδιώχνεις», δημοτ. τραγ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απορρίπτω]]<br /><b>2.</b> [[καταδιώκω]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> [[παραδιώκομαι]]<br />[[ακολουθώ]] με πολύ γρήγορη [[διαδοχή]].
}}
}}

Latest revision as of 18:43, 10 January 2023

Greek Monolingual

Ν, παραδιώκω Α διώχνω / διώκω
νεοελλ.
διώχνω, συνήθως με τρόπο δυσάρεστο ή μειωτικό («μη μέ μαλώνεις βρε πουλί και μη μέ παραδιώχνεις», δημοτ. τραγ.)
αρχ.
1. απορρίπτω
2. καταδιώκω
3. παθ. παραδιώκομαι
ακολουθώ με πολύ γρήγορη διαδοχή.