παραφρόνησις: Difference between revisions
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
(31) |
(nl) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ήσεως ἡ, Α [[παραφρονώ]]<br />[[παραφροσύνη]], η [[τρέλα]]. | |mltxt=-ήσεως ἡ, Α [[παραφρονώ]]<br />[[παραφροσύνη]], η [[τρέλα]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παραφρόνησις -εως, ἡ [παραφρονέω] delirium. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:04, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 507] ἡ, = παραφροσύνη, Sp., wie Schol. Soph. O. R. 118.
Greek (Liddell-Scott)
παραφρόνησις: ἡ, - παραφροσύνη, Ἑβδ. (Ζαχ. ΙΒ΄, 4)· - ἐν Β΄ Ἐπιστ. Πέτρου β΄, 16 ἀπαντᾷ ὁ τύπος παραφρονία, ἀλλὰ καὶ διάφ. γραφ. παραφροσύνη.
Greek Monolingual
-ήσεως ἡ, Α παραφρονώ
παραφροσύνη, η τρέλα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραφρόνησις -εως, ἡ [παραφρονέω] delirium.