παροινικός: Difference between revisions

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πάροινος]]<br />[[οινοπότης]], [[μέθυσος]] ή αυτός που ασχημονεί στο [[μεθύσι]] του. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παροινικῶς</i> Α<br />με [[συμπεριφορά]] μέθυσου, ασχημονώντας σαν [[μέθυσος]].
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πάροινος]]<br />[[οινοπότης]], [[μέθυσος]] ή αυτός που ασχημονεί στο [[μεθύσι]] του. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παροινικῶς</i> Α<br />με [[συμπεριφορά]] μέθυσου, ασχημονώντας σαν [[μέθυσος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παροινικός:''' -ή, -όν, εθισμένος στο [[κρασί]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 20:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροινικός Medium diacritics: παροινικός Low diacritics: παροινικός Capitals: ΠΑΡΟΙΝΙΚΟΣ
Transliteration A: paroinikós Transliteration B: paroinikos Transliteration C: paroinikos Beta Code: paroiniko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A addicted to wine, drunken : Sup. -ώτατος Ar. V.1300.

German (Pape)

[Seite 525] ή, όν, = παροίνιος, Ar. Vesp. 1300 im superl.; adv. παροινικῶς, Cic. ad Att. 10, 10.

Greek (Liddell-Scott)

παροινικός: -ή, -όν, ὁ παραδεδομένος εἰς τὸν οἶνον, μέθυσος, Λατ. temulentus, παροινικώτατος Ἀριστοφ. Σφ. 1300. Ἐπίρρ. -κῶς, Κικ. πρ. Ἀττ. 10. 10, 1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui est ivre et commet des inconvenances ; addict au vin.
Étymologie: πάροινος.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α πάροινος
οινοπότης, μέθυσος ή αυτός που ασχημονεί στο μεθύσι του.
επίρρ...
παροινικῶς Α
με συμπεριφορά μέθυσου, ασχημονώντας σαν μέθυσος.

Greek Monotonic

παροινικός: -ή, -όν, εθισμένος στο κρασί, σε Αριστοφ.