παρπόδιος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡδὺν δὲ βίον μύστῃσι πρόφαινε → Show forth to the initiates a sweet life

Source
(31)
(5)
Line 13: Line 13:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>βλ.</b> [[παραπόδιος]].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>βλ.</b> [[παραπόδιος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρπόδιος:''' ποιητ. αντί <i>παρα-πόδιος</i>.
}}
}}

Revision as of 00:56, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 528] poet. statt παραπόδιος, vor den Füßen, gegenwärtig, Pind.

Greek (Liddell-Scott)

παρπόδιος: -ον, ποιητ. ἀντὶ παραπόδιος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est devant les pieds, présent.
Étymologie: παρά, πούς.

English (Slater)

παρπόδιος
   1 at one's feet met., cf. ποῦς c. παῦροι δὲ βουλεῦσαι φόνου παρποδίου νεφέλαν τρέψαι ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί (N. 9.38)

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. παραπόδιος.

Greek Monotonic

παρπόδιος: ποιητ. αντί παρα-πόδιος.