παυσάνεμος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches
(31) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που καταπαύει, που καταπραΰνει τον άνεμο («παυσανέμου θυσίας», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>παυσ</i>(<i>ι</i>)- του [[παύω]] (<b>πρβλ.</b> [[παῦσις]]) <span style="color: red;">+</span> [[ἄνεμος]], σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]]. | |mltxt=-ον, Α<br />αυτός που καταπαύει, που καταπραΰνει τον άνεμο («παυσανέμου θυσίας», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>παυσ</i>(<i>ι</i>)- του [[παύω]] (<b>πρβλ.</b> [[παῦσις]]) <span style="color: red;">+</span> [[ἄνεμος]], σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παυσάνεμος:''' αυτός που κατευνάζει τους ανέμους, [[θυσία]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:12, 30 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A stilling the wind, θυσία A. Ag. 215 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 537] den Wind stillend oder beruhigend, θυσία, Aesch. Ag. 222.
Greek (Liddell-Scott)
παυσάνεμος: -ον, ὁ τοὺς ἀνέμους καταπαύων, παυσάνεμον θυσίαν Αἰσχύλ. Ἀγ. 215.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui apaise le vent.
Étymologie: παύω, ἄνεμος.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που καταπαύει, που καταπραΰνει τον άνεμο («παυσανέμου θυσίας», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παυσ(ι)- του παύω (πρβλ. παῦσις) + ἄνεμος, σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος.
Greek Monotonic
παυσάνεμος: αυτός που κατευνάζει τους ανέμους, θυσία, σε Αισχύλ.