πεμπτάμερος: Difference between revisions

From LSJ

Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Plutarch, De virtute et vitio
(31)
(3b)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>βλ.</b> [[πενθήμερος]].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>βλ.</b> [[πενθήμερος]].
}}
{{elru
|elrutext='''πεμπτάμερος:''' (ᾱ) Pind. = [[πεμπταῖος]].
}}
}}

Revision as of 06:40, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 553] dor. statt πενθήμερος, fünftägig, Pind. Ol. 5, 6, ἀέθλων πεμπταμέροις ἁμίλλαις.

Greek (Liddell-Scott)

πεμπτάμερος: πεμπτάς, ἴδε ἐν λ. πεμπάς.

English (Slater)

πεμπτάμερος,
   1 on the fifth day v. πεμπάμερος.]

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. πενθήμερος.

Russian (Dvoretsky)

πεμπτάμερος: (ᾱ) Pind. = πεμπταῖος.