περικάρπιο: Difference between revisions

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
(32)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[περικάρπιον]], ΝΑ<br /><b>βοτ.</b> το [[σύνολο]] τών εξωτερικών περιβλημάτων του καρπού που προέρχονται από τις μεταβολές τις οποίες υφίσταται η [[ωοθήκη]] [[μετά]] την [[γονιμοποίηση]], η [[θήκη]] του καρπού ή του σπόρου, το λέπυρο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> το [[μέρος]] του χεριού που βρίσκεται [[γύρω]] από τον καρπό<br /><b>αρχ.</b><br />χρυσό ή μεταλλικό [[βραχιόλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]] (<b>πρβλ.</b> <i>μετα</i>-[[κάρπιον]])].
|mltxt=το / [[περικάρπιον]], ΝΑ<br /><b>βοτ.</b> το [[σύνολο]] τών εξωτερικών περιβλημάτων του καρπού που προέρχονται από τις μεταβολές τις οποίες υφίσταται η [[ωοθήκη]] [[μετά]] την [[γονιμοποίηση]], η [[θήκη]] του καρπού ή του σπόρου, το λέπυρο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> το [[μέρος]] του χεριού που βρίσκεται [[γύρω]] από τον καρπό<br /><b>αρχ.</b><br />χρυσό ή μεταλλικό [[βραχιόλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]] ([[πρβλ]]. [[μετακάρπιον]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:00, 8 May 2023

Greek Monolingual

το / περικάρπιον, ΝΑ
βοτ. το σύνολο τών εξωτερικών περιβλημάτων του καρπού που προέρχονται από τις μεταβολές τις οποίες υφίσταται η ωοθήκη μετά την γονιμοποίηση, η θήκη του καρπού ή του σπόρου, το λέπυρο
νεοελλ.
ανατ. το μέρος του χεριού που βρίσκεται γύρω από τον καρπό
αρχ.
χρυσό ή μεταλλικό βραχιόλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + καρπός (πρβλ. μετακάρπιον)].