περίνεφρος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
(32) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />(για πρόβατα) αυτός που παρουσιάζει άφθονη [[συγκέντρωση]] λίπους [[γύρω]] από τους νεφρούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>νεφρόν</i>]. | |mltxt=-ον, Α<br />(για πρόβατα) αυτός που παρουσιάζει άφθονη [[συγκέντρωση]] λίπους [[γύρω]] από τους νεφρούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>νεφρόν</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περίνεφρος:''' с заплывшими салом почками Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:04, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A fat about the kidneys, Arist.HA520a31, PA672b2.
German (Pape)
[Seite 583] mit Fett um die Nieren, Arist. H. A. 2, 17.
Greek (Liddell-Scott)
περίνεφρος: -ον, ὁ περὶ τοὺς νεφροὺς παχύς, ὁ ἔχων τοὺς νεφροὺς κακαλυμμένους πανταχόθεν ὑπὸ πολλοῦ πάχους, κυρίως ἐπὶ προβάτων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 17, 6, π. Ζ. Μορ. 3. 9, 16.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για πρόβατα) αυτός που παρουσιάζει άφθονη συγκέντρωση λίπους γύρω από τους νεφρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + νεφρόν].
Russian (Dvoretsky)
περίνεφρος: с заплывшими салом почками Arst.