περίνεφρος

From LSJ

τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίνεφρος Medium diacritics: περίνεφρος Low diacritics: περίνεφρος Capitals: ΠΕΡΙΝΕΦΡΟΣ
Transliteration A: perínephros Transliteration B: perinephros Transliteration C: perinefros Beta Code: peri/nefros

English (LSJ)

περίνεφρον, fat about the kidneys, Arist.HA520a31, PA672b2.

German (Pape)

[Seite 583] mit Fett um die Nieren, Arist. H. A. 2, 17.

Russian (Dvoretsky)

περίνεφρος: с заплывшими салом почками Arst.

Greek (Liddell-Scott)

περίνεφρος: -ον, ὁ περὶ τοὺς νεφροὺς παχύς, ὁ ἔχων τοὺς νεφροὺς κακαλυμμένους πανταχόθεν ὑπὸ πολλοῦ πάχους, κυρίως ἐπὶ προβάτων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 17, 6, π. Ζ. Μορ. 3. 9, 16.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για πρόβατα) αυτός που παρουσιάζει άφθονη συγκέντρωση λίπους γύρω από τους νεφρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + νεφρόν].