περίσεπτος: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow

Source
(32)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έπτη, -ον, Α [[σεπτός]]<br />εξαιρετικά [[σεπτός]], πολύ τιμημένος, πολύ [[σεβάσμιος]].
|mltxt=-έπτη, -ον, Α [[σεπτός]]<br />εξαιρετικά [[σεπτός]], πολύ τιμημένος, πολύ [[σεβάσμιος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περίσεπτος:''' -η, -ον, εξαιρετικά [[σεβαστός]], αξιοσεβάσμιος, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 19:25, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίσεπτος Medium diacritics: περίσεπτος Low diacritics: περίσεπτος Capitals: ΠΕΡΙΣΕΠΤΟΣ
Transliteration A: períseptos Transliteration B: periseptos Transliteration C: periseptos Beta Code: peri/septos

English (LSJ)

η, ον,

   A much-revered, much-honoured, A.Eu.1038 (lyr.), Agathocl.2.

German (Pape)

[Seite 591] auch 3 Endgn, sehr verehrt, verehrungswürdig; καὶ τιμαῖς καὶ θυσίαις περίσεπται, Aesch. Eum. 990; Ath. VIII, 376 a.

Greek (Liddell-Scott)

περίσεπτος: -η, -ον, λίαν τετιμημένος, σεβάσμιος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 1038 (ἐφθαρμένον χωρίον), Ἀγαθοκλ. παρ’ Ἀθην. 376.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
vénéré.
Étymologie: περί, σέβομαι.

Greek Monolingual

-έπτη, -ον, Α σεπτός
εξαιρετικά σεπτός, πολύ τιμημένος, πολύ σεβάσμιος.

Greek Monotonic

περίσεπτος: -η, -ον, εξαιρετικά σεβαστός, αξιοσεβάσμιος, σε Αισχύλ.