περιφερειακός: Difference between revisions

From LSJ

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source
(32)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[περιφέρεια]]<br /><b>2.</b> ο [[περιθωριακός]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[περιφερειακός]]<br />ο [[δρόμος]] που διατρέχει [[ολόγυρα]], [[χωρίς]] να περνάει [[μέσα]] από μια [[περιοχή]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «περιφερειακή [[ανάπτυξη]]» — η οικονομική [[ανάπτυξη]] τών περιφερειών μιας χώρας με στόχο την ισόρροπη ανάπτυξή της<br />β) «περιφερειακή [[ταχύτητα]]» — η [[ταχύτητα]] ενός κινητού σε [[καμπύλη]] [[τροχιά]]<br />γ) «περιφερειακό νευρικό [[σύστημα]]» — το [[σύνολο]] τών νεύρων, τών νευρικών γαγγλίων και απολήξεων που συνδέουν το κεντρικό νευρικό [[σύστημα]] με τον [[υπόλοιπο]] οργανισμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περιφέρεια]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ακός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>συγκοινωνι</i>-<i>ακός</i>). Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[περιφέρεια]]<br /><b>2.</b> ο [[περιθωριακός]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[περιφερειακός]]<br />ο [[δρόμος]] που διατρέχει [[ολόγυρα]], [[χωρίς]] να περνάει [[μέσα]] από μια [[περιοχή]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «περιφερειακή [[ανάπτυξη]]» — η οικονομική [[ανάπτυξη]] τών περιφερειών μιας χώρας με στόχο την ισόρροπη ανάπτυξή της<br />β) «περιφερειακή [[ταχύτητα]]» — η [[ταχύτητα]] ενός κινητού σε [[καμπύλη]] [[τροχιά]]<br />γ) «περιφερειακό νευρικό [[σύστημα]]» — το [[σύνολο]] τών νεύρων, τών νευρικών γαγγλίων και απολήξεων που συνδέουν το κεντρικό νευρικό [[σύστημα]] με τον [[υπόλοιπο]] οργανισμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περιφέρεια]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ακός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>συγκοινωνι</i>-<i>ακός</i>). Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
}}
}}

Revision as of 11:15, 14 January 2019

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιφέρεια
2. ο περιθωριακός
3. το αρσ. ως ουσ. ο περιφερειακός
ο δρόμος που διατρέχει ολόγυρα, χωρίς να περνάει μέσα από μια περιοχή
4. φρ. α) «περιφερειακή ανάπτυξη» — η οικονομική ανάπτυξη τών περιφερειών μιας χώρας με στόχο την ισόρροπη ανάπτυξή της
β) «περιφερειακή ταχύτητα» — η ταχύτητα ενός κινητού σε καμπύλη τροχιά
γ) «περιφερειακό νευρικό σύστημα» — το σύνολο τών νεύρων, τών νευρικών γαγγλίων και απολήξεων που συνδέουν το κεντρικό νευρικό σύστημα με τον υπόλοιπο οργανισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιφέρεια + κατάλ. -ακός (πρβλ. συγκοινωνι-ακός). Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].