πετροβόλος: Difference between revisions

From LSJ

οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves

Source
(32)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο / [[πετροβόλος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που εξακοντίζει πέτρες («πελτοφόροι τε καὶ ψιλοὶ ἀκοντισταί, ἐπὶ δὲ τούτοις οἱ πετροβόλοι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το αρσ. εν. και το ουδ. ως ουσ.) <i>ὁ [[πετροβόλος]], <i>τὰ πετροβόλα</i><br />[[μηχανή]] για την εκσφενδόνιση [[πετρών]] (α. «πετροβόλους παντοίους, ὧν [[ἦσαν]] οἱ μέγιστοι τριτάλαντοι», <b>Διόδ.</b><br />β. «πετροβόλα τε καὶ δορυβόλα», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> η [[σφεντόνα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «λίθοι πετροβόλοι» — το [[χαλάζι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέτρα]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>πρβλ.</b> [[λιθο]]-[[βόλος]].
|mltxt=-ο / [[πετροβόλος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που εξακοντίζει πέτρες («πελτοφόροι τε καὶ ψιλοὶ ἀκοντισταί, ἐπὶ δὲ τούτοις οἱ πετροβόλοι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το αρσ. εν. και το ουδ. ως ουσ.) <i>ὁ [[πετροβόλος]], <i>τὰ πετροβόλα</i><br />[[μηχανή]] για την εκσφενδόνιση [[πετρών]] (α. «πετροβόλους παντοίους, ὧν [[ἦσαν]] οἱ μέγιστοι τριτάλαντοι», <b>Διόδ.</b><br />β. «πετροβόλα τε καὶ δορυβόλα», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> η [[σφεντόνα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «λίθοι πετροβόλοι» — το [[χαλάζι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέτρα]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>πρβλ.</b> [[λιθο]]-[[βόλος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πετροβόλος:''' -ον ([[βάλλω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πετάει πέτρες, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[πετροβόλος]], <i>ὁ</i>, η πολεμική [[μηχανή]] που εκτοξεύει πέτρες, Λατ. [[ballista]], σε Πολύβ. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 20:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πετροβόλος Medium diacritics: πετροβόλος Low diacritics: πετροβόλος Capitals: ΠΕΤΡΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: petrobólos Transliteration B: petrobolos Transliteration C: petrovolos Beta Code: petrobo/los

English (LSJ)

(parox.), ον,

   A throwing stones, X.HG2.4.12.    II Subst. πετροβόλος, ὁ, engine for throwing stones, Plb.5.4.6, LXXJb.41.19, Ath.Mech.34.2, etc.; distd. from καταπέλτης, Plb.8.7.2 (but καταπέλτας ὀξυβελεῖς τε καὶ πετροβόλους D.S.18.51, cf. IG22.468.1): neut. πετροβόλα (sc. ὄργανα), opp. δορυβόλα, J.AJ9.10.3.    2 sling, v.l. in LXX 1 Ki.14.14.    III λίθοι πετρόβολοι hurled as from a sling, of hailstones, ib.Ez.13.11, 13.

German (Pape)

[Seite 606] Steine werfend, schleudernd, Xen. Hell. 2, 4, 12; von den Ballisten, Pol. 5, 4, 6. 8, 9, 2.

Greek (Liddell-Scott)

πετροβόλος: -ον, ὁ ῥίπτων πέτρους, δηλ. λίθους, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 12. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., πετροβόλος, ὁ, μηχανὴ πολεμική, δι’ ἧς ἔρριπτον πέτρους, τὸ Λατ. ballista, Πολύβ. 5. 4, 6, κτλ.· διακρινόμενον ἀπὸ τοῦ καταπέλτης, ὁ αὐτ. 8. 9, 2· ἐν ᾧ ὁ Διόδ. 18. 51· μνημονεύει καταπέλτας ὀξυβελεῖς τε καὶ πετροβόλους· οὐδ. πετροβόλα (δηλ. ὄργανα), ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ δορυβόλα, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 9. 10, 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui lance des pierres.
Étymologie: πέτρος, βάλλω.

Greek Monolingual

-ο / πετροβόλος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που εξακοντίζει πέτρες («πελτοφόροι τε καὶ ψιλοὶ ἀκοντισταί, ἐπὶ δὲ τούτοις οἱ πετροβόλοι», Ξεν.)
αρχ.
1. (το αρσ. εν. και το ουδ. ως ουσ.) πετροβόλος, τὰ πετροβόλα
μηχανή για την εκσφενδόνιση πετρών (α. «πετροβόλους παντοίους, ὧν ἦσαν οἱ μέγιστοι τριτάλαντοι», Διόδ.
β. «πετροβόλα τε καὶ δορυβόλα», Ιώσ.)
2. το αρσ. ως ουσ. η σφεντόνα
3. φρ. «λίθοι πετροβόλοι» — το χαλάζι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. λιθο-βόλος.

Greek Monotonic

πετροβόλος: -ον (βάλλω
I. αυτός που πετάει πέτρες, σε Ξεν.
II. ως ουσ., πετροβόλος, , η πολεμική μηχανή που εκτοξεύει πέτρες, Λατ. ballista, σε Πολύβ. κ.λπ.