περίτροπος: Difference between revisions
Ὅπου βία πάρεστιν, οὐ σθένει νόμος → Quo vis irrumpit, ibi nihil leges valent → Da, wo Gewalt obherrscht, ist kein Gesetz in Kraft
(32) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α [[περιτρέπω]]<br />αυτός που περιστρέφεται, που στριφογυρίζει. | |mltxt=-ον, Α [[περιτρέπω]]<br />αυτός που περιστρέφεται, που στριφογυρίζει. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περίτροπος:''' круговой, вращательный ([[κίνησις]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:24, 1 January 2019
English (LSJ)
(proparox.), ον,
A turned round, whirled round, κίνησις π. rotatory motion, prob.l. in Plu.Lys.12 : Subst. περιτρόπου· ἴλιγγος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 597] ὁ, der Schwindel, Ael. H. A. 16, 24. herumgewendet, im Kreise herumgedreht, κίνησις, kreisförmige Bewegung, Plut. Lys. 12.
Greek (Liddell-Scott)
περίτροπος: -ον, περιστρεφόμενος, περιδινούμενος, κίνησις π., περιστροφικὴ κίνησις, πιθ. γραφὴ ἐν Πλουτ. Λυσάνδρ. 12· ― παρ’ Ἡσυχ. ὡς οὐσ περιτρόπου· «ἴλιγγος», ἀλλ’ ἴδε Lob. Paral. σ. 386.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tourne autour, circulaire.
Étymologie: περιτρέπω.
Greek Monolingual
-ον, Α περιτρέπω
αυτός που περιστρέφεται, που στριφογυρίζει.
Russian (Dvoretsky)
περίτροπος: круговой, вращательный (κίνησις Plut.).