περίτροπος

From LSJ

εἰ μὴ μάλα γέ τινες ὀλίγοι ὧν ἐγὼ ἐντετύχηκα → apart from a very few whom I've met

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίτροπος Medium diacritics: περίτροπος Low diacritics: περίτροπος Capitals: ΠΕΡΙΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: perítropos Transliteration B: peritropos Transliteration C: peritropos Beta Code: peri/tropos

English (LSJ)

(proparox.), ον, turned round, whirled round, κίνησις π. rotatory motion, prob.l. in Plu.Lys.12: Subst. περιτρόπου· ἴλιγγος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 597] ὁ, der Schwindel, Ael. H. A. 16, 24. herumgewendet, im Kreise herumgedreht, κίνησις, kreisförmige Bewegung, Plut. Lys. 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tourne autour, circulaire.
Étymologie: περιτρέπω.

Russian (Dvoretsky)

περίτροπος: круговой, вращательный (κίνησις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

περίτροπος: -ον, περιστρεφόμενος, περιδινούμενος, κίνησις π., περιστροφικὴ κίνησις, πιθ. γραφὴ ἐν Πλουτ. Λυσάνδρ. 12· ― παρ’ Ἡσυχ. ὡς οὐσ περιτρόπου· «ἴλιγγος», ἀλλ’ ἴδε Lob. Paral. σ. 386.

Greek Monolingual

-ον, Α περιτρέπω
αυτός που περιστρέφεται, που στριφογυρίζει.