πιθήκιον: Difference between revisions
οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it
(32) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pithikion | |Transliteration C=pithikion | ||
|Beta Code=piqh/kion | |Beta Code=piqh/kion | ||
|Definition=τό, Dim. of [[πίθηκος]], Lat. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=τό, Dim. of [[πίθηκος]], Lat. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[pithecium]] Plaut.<span class="title">Mil.</span>989. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> weight hung between two ships coupled for carrying engines of war, <span class="bibl">Ath.Mech.32.11</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> = [[ἀντίρρινον]], Ps.-Apul.<span class="title">Herb.</span>86.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:35, 28 June 2020
English (LSJ)
τό, Dim. of πίθηκος, Lat.
A pithecium Plaut.Mil.989. II weight hung between two ships coupled for carrying engines of war, Ath.Mech.32.11. III = ἀντίρρινον, Ps.-Apul.Herb.86.
Greek (Liddell-Scott)
πιθήκιον: τό, ὑποκορ. τοῦ πίθηκος, pithecium παρὰ τῷ Πλαύτῳ. ΙΙ. εἶδος μηχανῆς, Ἀρχ. Μαθ. 9.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ πίθηκος
(υποκορ. του πίθηκος) μικρός πίθηκος, πιθηκάκι, μαϊμουδίτσα
νεοελλ.
ζωολ. γένος πλατύρρινων νυκτόβιων πιθήκων της Νότιας Αμερικής με μικρό, συμμαζεμένο σώμα και θυσανωτή ουρά
αρχ.
1. βάθρο που στηριζόταν σε δύο πλοία και πάνω στο οποίο τοποθετούσαν βαριές πολεμικές μηχανές για μεταφορά
2. το φυτό αντίρρινον.